H σοβαρή κατάθλιψη σε γονείς και φροντιστές μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη φροντίδα των παιδιών και άρα την ποιότητα ζωής τους.
Η χρόνια μητρική κατάθλιψη μπορεί να εκδηλωθεί με δύο τύπους προβληματικών συμπεριφορών που διαταράσσουν τη σχέση μάνας-παιδιού και την αλληλεπίδραση που είναι απαραίτητη για την υγιή ανάπτυξη του βρεφικού εγκεφάλου: εχθρική ή παρεμβατική, και αποδεσμευμένη ή αποσυρμένη.
Η χρόνια και σοβαρή μητρική κατάθλιψη έχει δυνητικά εκτεταμένες επιβλαβείς επιπτώσεις στις οικογένειες και μπορεί να υπονομεύσει τη μελλοντική ευημερία της κοινωνίας στο σύνολό της.
Όταν τα παιδιά μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον ψυχικής ασθένειας, η ανάπτυξη του εγκεφάλου τους μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά, με επιπτώσεις στην ικανότητά τους για μάθηση καθώς και για τη δική τους μετέπειτα σωματική και ψυχική υγεία.
Εξάλλου, πρόσφατες νευροαναπτυξιακές έρευνες αποδεικνύουν ότι τα παιδιά των οποίων οι μητέρες βιώνουν μητρική κατάθλιψη από την κύηση ήδη, μπορεί να υποστούν μακροχρόνιες επιπτώσεις στην αρχιτεκτονική του εγκεφάλου τους και επίμονες διαταραχές των συστημάτων τους αντίδρασης στο στρες.
Εξάλλου η μητρική κατάθλιψη μπορεί να αρχίσει να επηρεάζει την ανάπτυξη του εγκεφάλου στο έμβρυο, πριν από τη γέννηση.
Οι καταθλιπτικές γυναίκες παράγουν τα υψηλότερα επίπεδα ορμονών στρες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι οποίες επιβραδύνουν την εμβρυϊκή αύξηση και συνδέονται με έναν αυξανόμενο κίνδυνο για την προωρότητα.
Παρεμβαίνοντας νωρίς, αυξάνουμε την πιθανότητα τα παιδιά των καταθλιπτικών μητέρων να εξελιχθούν σε υγιή, ικανά, πλήρως συνεισφέροντα μέλη της κοινωνίας.
Οι έρευνες δείχνουν ότι διάφοροι συνδυασμοί ψυχοθεραπείας και συμπεριφορικών θεραπειών που επικεντρώνονται αποκλειστικά στους ενήλικες μπορούν να είναι αποτελεσματικοί στη μείωση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων στις μητέρες, αλλά περισσότερο επιτυχείς θεωρούνται οι προσπάθειες για την πρόληψη της μητρικής κατάθλιψης.